- τεταρπόμενος
- τετάρπετο, τεταρπώμεσθα, τεταρπόμενος: see τέρπω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
τεταρπόμενος — τέρπω delight aor part mid masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)